- αἰγιλώπιον
- αἰγιλώπιον, τό,A = αἰγίλωψ III, Dsc.3.137.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιγιλώπιον — αἰγιλώπιον, το (Α) η οφθαλμική νόσος αιγίλωψ … Dictionary of Greek
αἰγιλώπια — αἰγιλώπιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)